- καβατίνα
- ημουσ. είδος μικρής μονωδίας βραχύτερης από την άρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavatina].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντεκλαμάτο — (Μουσ.). Ειδική μορφή άσματος, που παίζει ρόλο ρετσιτατίβο και εκφράζεται σαν ένα ευρύτερο τραγούδι, που τείνει να αντικαταστήσει τις κλειστές μορφές (άρια, ρομάντζα, καβατίνα κλπ.) στη φωνητική μουσική και κυρίως στην όπερα. Αν και ο όρος μπορεί … Dictionary of Greek